bezedakos

bezedakos

1 Φεβρουαρίου 2018

EΛΛΗΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΣ, ΤΟΥΡΚΟΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ. ΕΝΑΣ ΤΕΡΑΣΤΙΟΣ ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΑ




ΜΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ… ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΑ


Ήταν ένας Έλληνας που υπηρετούσε σαν φύλακας στις φυλακές Χαλκίδας το 1916 – 1917... Καταγόταν από το χωριό της Άνω Βάθειας, της κεντρικής Εύβοιας.  Εκεί στη φυλακή ήταν έγκλειστος ένας τούρκος. (Δεν ξέρω αν ήταν εκεί  αιχμάλωτος ή για κάποιον άλλο λόγο.)
Οι Βαλκανικοί πόλεμοι είχαν προκαλέσει ένθεν κακείθεν μεγάλο μίσος. Ο εθνικισμός είχε δηλητηριάσει πολλές ψυχές, είχε προκαλέσει μεγάλη απανθρωπιά.
Τον τούρκο τον βασάνιζαν συστηματικά. Μέρες τον άφηναν πεινασμένο και διψασμένο στην απομόνωση. Το ξύλο δεν έλλειπε.  Ήταν σχεδόν στο ημερήσιο «μενού». Η ζωή του ήταν μια κόλαση.
Του έλληνα από την Άνω Βάθεια, δεν το άντεχε η ψυχή του. Δεν μπορούσε να χωνέψει ότι μερικοί άνθρωποι γίνονται χειρότεροι και από τα κτήνη. Έχασε το ύπνο του. «Άνθρωπος εγώ, άνθρωπος και αυτός»  σκεφτόταν και το έπνιγε η αγανάκτηση και οι λιγμοί.
Δεν πίστευε σε εθνικισμούς και βλακείες…
Αποφάσισε μια μέρα  να τον βοηθήσει όσο μπορούσε, να μειώσει τον πόνο του όσο ήταν δυνατόν,  με μεγάλο κίνδυνο για τον ίδιο. Έβρισκε λοιπόν τρόπο να είναι αυτός ο φύλακάς του μερικές ώρες κλπ και του έδινε κρυφά νερό τσιγάρα και ψωμί, το οποίο αγόραζε από τη Χαλκίδα όταν είχε έξοδο. Τον παρηγορούσε όσο μπορούσε. Μιλούσαν σιγανά για τις οικογένειές τους, του καημούς τους κλπ.
Έγιναν φυσικά φίλοι.
Μια μέρα που γύρισε στην υπηρεσία του από άδεια, δεν βρήκε τον φίλο του εκεί. Επί πλέον δεν μπορούσε να μάθει τι απέγινε. Του έλεγαν διάφορα αλλά αυτός φοβόταν ότι τον είχαν «καθαρίσει».
Μετά από μερικά χρόνια του ήρθε το χαρτί ότι πρέπει να πάει να πολεμήσει στη Μικρά Ασία. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. «Τα πολέμια» δεν έχουν τελειωμό. Οι τρανοί θέλουν και άλλο αίμα σκέφτηκε.
Πήγε με το τρένο στην Αθήνα για να φύγει με άλλους για τη Σμύρνη. Κοντά στην  Ομόνοια βρήκε μια προκήρυξη που μιλούσε ενάντια στον πόλεμο. Μάλλον κάποιοι που τους λένε κομμουνιστές θα τα έγραφαν αυτά. Πέρασε από το μυαλό του να λιποτακτήσει αλλά τελικά ο φόβος τον απέτρεψε.
……………..
Το τάγμα του και η μονάδα του έφτασαν πέρα και νότια από τη Σμύρνη. Χιλιάδες οι νεκροί.  Κάθε νεκρό έλληνα ή τούρκο που έβλεπε, σκεφτόταν  το   «μάνα τον γέννησε και αυτόν αλλά του ήπιαν το αίμα οι τρανοί».
Από αίμα δεν χόρταιναν. Τους έλεγαν ότι θα έπρεπε να φθάσουν μέχρι την κόκκινη μηλιά..
……..
Μια μέρα βγήκαν από ένα χωριό. Έπεσαν σε ενέδρα τούρκων. Αποδεκατίστηκαν. Οι τούρκοι στρατιώτες έσφαζαν όσους μπορούσαν. Κάποτε σταμάτησαν και τους υπόλοιπους τους έπιασαν αιχμαλώτους. Σε αυτούς ήταν και ο έλληνας από την Άνω Βάθεια.  Αυτούς τους ήθελαν να τους περάσουν από τα χωριά για να ανέβη το ηθικό του τούρκικου πληθυσμού.
Οι τούρκοι τους έβαλαν στη γραμμή και τους χτυπούσαν., τους έβριζαν, τους έφτυναν.
Τους περνούσαν από την πλατεία του χωριού. Το πλήθος κραύγαζε και φώναζε «κρεμάλα».
Οι κρεμάλες ήταν έτοιμες.
Από το πλήθος πετάχτηκε κάποιος . «Αφήστε αυτόν». Αυτός είναι αδερφός μου φώναζε ο τούρκος που ήταν φυλακισμένος στη Χαλκίδα.
Ο αξιωματικός τον έσπρωξε. «Κρεμάστε εμένα στη θέση του επέμενε ο τούρκος από το πλήθος».  Ο έλληνας τον είδε και πνίγηκε από τη συγκίνηση.
Ο αξιωματικός δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Τον παρέπεμψε όμως σε έναν ανώτερό του. Τελικά βρήκαν τρόπο να μην τον εκτελέσουν. Ο τούρκος «αδελφός» τον πήρε κρυφά στο σπίτι του.
Για ένα διάστημα δεν τον άφηνε να βγει έξω γιατί φοβόταν τα εθνικιστικά σκυλιά, τους τούρκους «πατριώτες».
Γνώρισε φυσικά την οικογένειά του. Μάνα Πατέρα, μια αδελφή και  πέντε αδέλφια.
Για να ξεσκάζει το έβγαζε βόλτα νύχτα με πολύ προσοχή.
Οι συζητήσεις ατέλειωτες. Βασικό συμπέρασμα «μας μακέλεψαν οι τρανοί. Οι λαοί δεν θέλουν πολέμια αλλά μας τα φέρνουν από δω  μας τα φέρνουν από κει και τελικά μας τυλίγουν». Πέρασαν έτσι δύο χρόνια. Στην Ελλάδα τον θεωρούσαν νεκρό. Ήθελε να γυρίσει στα μέρη του, στους γονείς του, στο βουνό Σερβούνι, να βόσκει τα πρόβατά του κάτω από το μοναστήρι του Αη Νικόλα….
Το καταλάβαινε ο τούρκος. Δεν ήθελε να αποχωριστούν αλλά... Του πρότεινε μια φορά να τον παντρέψει με την αδελφή του. Εκείνος λυπήθηκε που αρνήθηκε, που τον πρόσβαλε. Ήθελε να φύγει.
………….
Τα πνεύματα άρχισαν σιγά σιγά να καλμάρουν. Έμαθαν ότι υπογράφτηκε μια συμφωνία (συνθήκη Λωζάνης).
Έφτανε η ώρα του αποχωρισμού. Αποφάσισαν ότι το καλύτερο μέρος για να περάσει απέναντι ήταν το Τσεσμέ. Θα έβρισκαν βάρκα και από εκεί Χίο.
Μέρες ταξίδευαν με κάρο. Βούρκωναν, ξεβούρκωναν, έκλαιγαν, αγκαλιάζονταν συνεχώς.
……..
Πριν μπει στη βάρκα ήρθε ο τελευταίος εναγκαλισμός και η κοινή ευχή. «Να ψοφήσουν οι τρανοί, να μη ξανάχουμε πολέμια και μια μέρα να ξαναβρεθούμε.»
……
Χώρισαν.
Ήρθε στην Ελλάδα. Πέθανε όμως με τον καημό που δεν έμεινε εκεί με τον αδελφό του και τους δικούς του που τον αγάπησαν πολύ..


ΥΓ.  Ήμουν πολύ μικρός όταν μου διηγήθηκε αυτή την ιστορία ο πατέρας μου ο οποίος με παρέπεμψε στο θείο του που πολέμησε στη Μικρά Ασία. Ο θείος  (που είχε γλυτώσει από την ενέδρα) με παρέπεμπε κατόπιν στον ίδιο που βίωσε την πιο πάνω ιστορία, με τον οποίο ήταν φίλοι και συμπολεμιστές. Ακόμα συλλέγω  στοιχεία όσο μπορώ …  Μακάρι να βρω τις λεπτομέρειες που ψάχνω.
Ήμουν παιδί, κρατούσα σημειώσεις. Τώρα σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να είχα κάνει πολλές ερωτήσεις που δεν έκανα.